- υπερασβεστιαιμία
- η, Νιατρ. άνοδος τού επιπέδου τού ασβεστίου στο αίμα πάνω από 10,5 χιλιοστά τού γραμμαρίου στα 100 χιλιοστόλιτρα πλάσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hypercalcemia < hyper- (< υπερ-*) + calcemia (< calcium «ασβέστιο» + -emia < αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.